πριονίου

πριονίου
πριόνιον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …   Dictionary of Greek

  • δοξάρι — το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν) τόξο νεοελλ. 1. ουράνιο τόξο 2. ο ουράνιος θόλος 3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους 4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ …   Dictionary of Greek

  • εμπριστικός — ἐμπριστικός, ή, όν (ΑΜ) (για σφυγμό) αυτός που δίνει την αίσθηση δοντιών πριονιού …   Dictionary of Greek

  • κοραστάρι — και κορδαστάρι και κουραστάρι και κορασάρι, το είδος στενού ξυλουργικού πριονιού που χρησιμοποιείται ιδίως στη λεπτοξυλουργία για τη χάραξη εντομών και αυλακώσεων …   Dictionary of Greek

  • κυνόδοντας — ο (Α κυνόδους, οντος) καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων αρχ. 1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.) 2. δόντι πριονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ορθοπρίων — ὀρθοπρίων, ονος, ὁ (Α) είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πρίων, ονος «πριόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… …   Dictionary of Greek

  • πριόνισμα — το, Ν [πριονίζω] τεχνολ. η ενέργεια τού πριονίζω, η κοπή ή η κατεργασία ξύλου ή άλλου υλικού με τη βοήθεια μηχανικού ή χειροκίνητου πριονιού …   Dictionary of Greek

  • σιγάτσα — η, και σιγάτσο, το, Ν είδος πριονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”